Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απολυτότητα
1 item total
απολυτότητα η [apolitótita] Ο28 : η ιδιότητα του απόλυτου3: H ~ των απόψεών του.

[λόγ. απόλυτ(ος)3 -ότης > -ότητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go