Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απολυτρώνω [apolitróno] -ομαι Ρ1 : απελευθερώνω, απαλλάσσω κπ. από κτ., ιδίως από ψυχικές δοκιμασίες, ταλαιπωρίες· λυτρώνω: Είναι τόσο βαριά άρρωστος, που μόνο ο θάνατος θα τον απολυτρώσει.
[λόγ. < ελνστ. ἀπολυτρ(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ.: `ελευθερώνω με λύτρα΄]