Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απολυταρχικός
1 item total
απολυταρχικός -ή -ό [apolitarxikós] Ε1 : που έχει σχέση με την απολυταρχία ή που συμφωνεί με αυτήν: Aπολυταρχικό πολίτευμα / καθεστώς. Aπολυταρχική διακυβέρνηση μιας χώρας. Aπολυταρχικές ιδέες / αντιλήψεις. || (επέκτ., ιδ. για πρόσ.) που είναι αυταρχικός, δεσποτικός. απολυταρχικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. απολυταρχ(ία) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go