Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απολυταρχία
1 item total
απολυταρχία η [apolitarxía] Ο25 : είδος πολιτεύματος, στο οποίο όλες οι εξουσίες ανήκουν στο μονάρχη και ασκούνται από αυτόν χωρίς κανέναν περιορισμό· απόλυτη μοναρχία: H ~ στην Ελλάδα έληξε το 1844 με την εφαρμογή του πρώτου συντάγματος. || η απολυταρχική διακυβέρνηση· απολυταρχισμός.

[λόγ. απόλυτ(ος) + -αρχία απόδ. γαλλ. absolutisme]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go