Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολυμαντήριο
1 εγγραφή
απολυμαντήριο το [apolimandírio] Ο40 : ο χώρος και οι εγκαταστάσεις όπου γίνονται οι απολυμάνσεις.

[λόγ. απολυμαν- (απολυμαίνω) -τήριον μτφρδ. γαλλ. salle de désinfection]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες