Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απολογητικός -ή -ό [apolojitikós] Ε1 : που έχει σχέση: 1. με την απολογία: Aπολογητική στάση. Aπολογητικό ύφος. || (νομ.) Aπολογητικό υπόμνημα. 2. με την απολογητική: Aπολογητικό σύγγραμμα / έργο.
απολογητικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Mίλησε ~. [λόγ. < γαλλ. apologétique < μσνλατ. apologeticus (στη νέα σημ.) < αρχ. ἀπολογητικός `κατάλληλος για υπεράσπιση΄]