Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απολογητής
1 item total
απολογητής ο [apolojitís] Ο7 θηλ. απολογήτρια [apolojítria] Ο27 : 1.αυτός που προφορικά ή γραπτά υποστηρίζει κτ. ή κπ., ιδίως όταν βρίσκεται υπό κατηγορία· (πρβ. συνήγορος): ~ του φασισμού / της δικτατορίας. 2. (ιστ.) συγγραφέας απολογητικού έργου.

[λόγ. απολογη- (απολογούμαι) -τής μτφρδ. γαλλ. apologiste < apologie < αρχ. ἀπολογία· λόγ. απολογη(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go