Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απολιτικός
1 item total
απολιτικός -ή -ό [apolitikós] Ε1 & απολίτικος -η -ο [apolítikos] Ε5 : που δεν έχει σχέση, που δεν ασχολείται με την πολιτική και ιδίως που δεν επηρεάζεται από αυτήν. ANT πολιτικοποιημένος: Aπολίτικα άτομα. Ο συνδικαλισμός πρέπει να είναι ακομμάτιστος όχι όμως και ~. απολιτικά & απολίτικα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. apolitique < a- = α- 1 + politique = πολιτ(ική) -ικός (διαφ. το ελνστ. ἀπολιτικός `ακατάλληλος για πολιτική΄)· λόγ. απολιτ(ικός) -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go