Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολιπαίνω
1 εγγραφή
απολιπαίνω [apolipéno] -ομαι Ρ7.2 : αφαιρώ το λίπος ή λιπαρές ουσίες.

[λόγ. απο(λίπανσις) -λιπαίνω (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. dégraisser (διαφ. το ελνστ. ἀπολιπαίνω `λαδώνω΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες