Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολησμονώ
1 εγγραφή
απολησμονώ [apolizmonó] -ιέμαι Ρ10.11 : (λογοτ.) ξεχνώ, λησμονώ τελείως κπ. ή κτ.: Nα σ΄ απολησμονήσω δεν μπορώ. || (παθ.) ξεχνιέμαι, αφαιρούμαι τελείως.

[μσν. απολησμονώ < απο- λησμονώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες