Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απολησμονώ [apolizmonó] -ιέμαι Ρ10.11 : (λογοτ.) ξεχνώ, λησμονώ τελείως κπ. ή κτ.: Nα σ΄ απολησμονήσω δεν μπορώ. || (παθ.) ξεχνιέμαι, αφαιρούμαι τελείως.
[μσν. απολησμονώ < απο- λησμονώ]



