Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απολαύω [apolávo] Ρ αόρ. απήλαυσα, απαρέμφ. απολαύσει : (κυρ. σε λόγ. εκφορές με γεν.) κατέχω, διαθέτω κάποιο πλεονέκτημα ή αγαθό: Aπολαύει ιδιαίτερων προνομίων. ~ μεγάλης υπολήψεως / εμπιστοσύνης, με υπολήπτονται, με σέβονται πολύ.
[λόγ. < αρχ. ἀπολαύω]



