Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απολήγω
1 item total
απολήγω [apolíγo] Ρ3α (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : 1.έχω ως ακραίο τμήμα, καταλήγω: H μια άκρη της βελόνας απολήγει σε αιχμή. 2. φτάνω σε ένα τέλος, καταλήγω: Mακροχρόνιες διαπραγματεύσεις / συζητήσεις που δεν απολήγουν πουθενά.

[λόγ. < αρχ. ἀπολήγω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go