Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκρούω
1 εγγραφή
αποκρούω [apokrúo] -ομαι Ρ αόρ. απέκρουσα και (σπάν.) απόκρουσα, απαρέμφ. αποκρούσει, παθ. αόρ. αποκρούστηκα, απαρέμφ. αποκρουστεί : 1.αντιμετωπίζω με επιτυχία, σταματώ μιαν επίθεση που γίνεται εναντίον μου. α. (ιδ. για ένοπλη σύγκρουση) σταματώ, απωθώ τον επιτιθέμενο: ~ τον εχθρό / τον αντίπαλο. H εχθρική επίθεση αποκρούστηκε με μικρές απώλειες. β. (αθλ.) ανακόπτω (αμυνόμενος) μια επιθετική ενέργεια: H άμυνα κατάφερε να αποκρούσει τις επιθέσεις της αντίπαλης ομάδας. || (ειδικότ. για τερματοφύλακα) ανακόπτω την πορεία της μπάλας, ώστε να μη δεχτώ τέρμα: Ο τερματοφύλακας απέκρουσε το σουτ / το πέναλτι / την κεφαλιά / την μπάλα με τις γροθιές. 2. (μτφ.) α. αντικρούω, ανασκευάζω, αναιρώ λόγια, επιχειρήματα κτλ. αντιπάλων: Aπέκρουσε επιτυχώς τις εναντίον του κατηγορίες. Οι αιτιάσεις / τα επιχειρήματα των αντιπάλων αποκρούστηκαν αποφασιστικά. β. αρνούμαι, δεν αποδέχομαι κτ. που μου προτείνουν, που μου προσφέρουν: ~ τις προτάσεις / τις προσφορές κάποιου. H κοπέλα απέκρουσε τις ανήθικες προτάσεις του προϊσταμένου της. Ο νεαρός απέκρουσε τον έρωτά της.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀποκρούω· 2: σημδ. γαλλ. repousser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες