Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποκλεισμός
1 item total
αποκλεισμός ο [apoklizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκλείω. 1α. αδυναμία ή απαγόρευση εισόδου, εξόδου ή διέλευσης: ~ πολλών ορεινών περιοχών εξαιτίας των χιονοπτώσεων. β. (νομ.) η παρεμπόδιση, η διακοπή των θαλάσσιων συγκοινωνιών ή άλλου είδους επικοινωνίας ενός κράτους με τον υπόλοιπο κόσμο σε καιρό πολέμου ή ειρήνης· (πρβ. εμπάργκο): Nαυτικός ~. Οι μεγάλες δυνάμεις εφάρμοσαν πολλές φορές κατά της Ελλάδας την τακτική του αποκλεισμού. || Tην περίοδο του αποκλεισμού έπεσε μεγάλη πείνα. || (οικον.) Εμπορικός ~, η άρνηση κράτους ή κρατών να εισάγουν, να εξάγουν ή να καταναλώνουν εμπορικά προϊόντα τρίτης χώρας· μποϊκοτάζ. || ~ εργατών, η ανταπεργία, το λοκ άουτ. 2α. η μη συμμετοχή κάποιου σε κτ., το να μη συμπεριλαμβάνεται μεταξύ αυτών που συμμετέχουν: Ο ~ ορισμένων ηγετικών στελεχών του κόμματος από την κυβέρνηση είχε ως αποτέλεσμα την εκδήλωση των πρώτων διαφωνιών στα συλλογικά όργανα του κόμματος. Ο ~ της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου από το παγκόσμιο κύπελλο γέμισε με απογοήτευση τους φιλάθλους. β. (λογ.) Aρχή του αποκλεισμού του τρίτου ή του μέσου, η αρχή σύμφωνα με την οποία από δύο αντιφατικές μεταξύ τους προτάσεις αληθεύει πάντα η μία, ενώ αποκλείεται κάθε τρίτη εκδοχή ή μέση λύση.

[λόγ. < ελνστ. ἀποκλεισμός (1β: σημδ. ιταλ. blocco)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go