Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποκαλώ
1 item total
αποκαλώ [apokaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. αποκλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν. ) και απεκλήθη, απεκλήθησαν, απαρέμφ. αποκληθεί : δίνω όνομα σε κπ. ή σε κτ., χαρακτηρίζω θετικά ή άρνητικά κπ. ή κτ., επονομάζω, ονομάζω: Πιάστηκαν στα χέρια, γιατί τον αποκάλεσε βλάκα. H μπάλα αποκαλείται «θεά του ποδοσφαίρου». Πέθανε ο Tσάρλι Tσάπλιν, ο αποκαλούμενος και «Σαρλό».

[λόγ. < αρχ. ἀποκαλῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go