Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποκαλυπτήριος
1 item total
αποκαλυπτήριος -α -ο [apokaliptírios] Ε6 : που συντελεί στην αποκάλυψη. || (συνήθ. ως ουσ.) τα αποκαλυπτήρια, τελετή κατά την οποία ένα καινούριο μνημείο ή έργο τέχνης εκτίθεται στο κοινό ύστερα από την αφαίρεση του καλύμματος που το σκέπαζε: Σε επίσημη τελετή έγιναν τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα / του αγάλματος / της προτομής / της αναμνηστικής πλάκας. (έκφρ.) κάνω τα αποκαλυπτήρια, αποκαλύπτω δημόσια πράξεις, διαθέσεις, συμπεριφορές συνήθ. επιλήψιμες· ξεσκεπάζω.

[λόγ. αποκαλύπ(τω) -τήριος μτφρδ. αγγλ. unveiling]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go