Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αποκαλυπτήριος -α -ο [apokaliptírios] Ε6 : που συντελεί στην αποκάλυψη. || (συνήθ. ως ουσ.) τα αποκαλυπτήρια, τελετή κατά την οποία ένα καινούριο μνημείο ή έργο τέχνης εκτίθεται στο κοινό ύστερα από την αφαίρεση του καλύμματος που το σκέπαζε: Σε επίσημη τελετή έγιναν τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα / του αγάλματος / της προτομής / της αναμνηστικής πλάκας. (έκφρ.) κάνω τα αποκαλυπτήρια, αποκαλύπτω δημόσια πράξεις, διαθέσεις, συμπεριφορές συνήθ. επιλήψιμες· ξεσκεπάζω.
[λόγ. αποκαλύπ(τω) -τήριος μτφρδ. αγγλ. unveiling]



