Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποθαμένα τα [apoθaména] Ο39 : μόνο στις ευχετικές εκφράσεις να συχωρεθούν / Θεός σχωρέσ΄ τ΄ ~ σου, οι νεκροί συγγενείς (συνήθ. ως επίκληση ζητιάνου).
[μσν. αποθαμένος μππ. του αποθαίνω, ουδ. πληθ. αναλ. προς τα κόκαλα]