Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποθαλάσσωση
1 item total
αποθαλάσσωση η [apoθalásosi] Ο33 : (για υδροπλάνο) η αποκόλλησή του από την επιφάνεια της θάλασσας και η ανύψωσή του στον αέρα. ANT προσθαλάσσωση.

[λόγ. αποθαλασσω- (δες αποθαλασσώνω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go