Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απογίνομαι 1 [apojínome] Ρ (μόνο στο αορ. θ.) αόρ. απέγινα και απόγινα, απαρέμφ. απογίνει : συνήθ. σε ερώτηση, για την τελική έκβαση ενός γεγονότος: Tι απόγινε ο διορισμός σου; Aς δούμε πρώτα τι θ΄ απογίνει
Tι απέγινες; || Tι θ΄ απογίνουμε;, ως έκφραση απελπισίας: Tι θ΄ απογίνουμε με τόση ακρίβεια; || (απρόσ.): Tι απέγινε με το διορισμό σου;
[αρχ. ἀπογί(γ)νομαι]
- απογίνομαι 2 Ρ (μόνο στο αορ. θ.) αόρ. απόγινα, απαρέμφ. απογίνει : (οικ.) για κπ. που χειροτερεύει ή για κτ. που φθείρεται και καταστρέφεται: Aπόγινε ο άρρωστος. Aπόγινε ο γιος σου πια, ξεπέρασε τα όρια, παράγινε. Ήταν παλιά η κουβέρτα, απόγινε από το πλύσιμο, χάλασε τελείως. || (λαϊκότρ.): Έτσι όπως πάνε τα πράγματα, θα απογίνει το κακό.
[αρχ. ἀπογί(γ)νομαι]