Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποβατικός
1 item total
αποβατικός -ή -ό [apovatikós] Ε1 : που αναφέρεται στην απόβαση, ο κατάλληλος ή ο προορισμένος για απόβαση: Aποβατικά σώματα / τμήματα. Aποβατική άσκηση. Aποβατικά σκάφη. || (ως ουσ.) το αποβατικό, αποβατικό σκάφος.

[λόγ. < ελνστ. ἀποβατικός `που πηδάει απ΄ τ΄ άλογο΄ κατά τη σημ. της λ. απόβαση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go