Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απλώνω [aplóno] -ομαι Ρ1 : 1.αναπτύσσω κτ. πάνω σε μια επιφάνεια σε όλο του το μήκος ή το πλάτος. α. (συνήθ. για ρούχα, υφάσματα κτλ.) ανοίγω, ξεδιπλώνω: Άπλωσέ μας το χαλί να το δούμε. Είχε απλωμένη μια πετσέτα στα γόνατά του. Tο πλοίο άπλωσε πανιά, σάλπαρε. Άπλωσε το χάρτη στο τραπέζι και άρχισε να τον μελετάει. ΦΡ ~ το ζωνάρι* μου (για καβγά). || για κτ. συνήθ. υγρό ή νωπό, το αφήνω στον ήλιο ή στον αέρα για να στεγνώσει: ~ τα σεντόνια. Έχω απλωμένα ρούχα. ~ τα σύκα / τη σταφίδα. ~ τον τραχανά για να στεγνώσει. ΦΡ έχω τραχανά* απλωμένο. β. Είχαν απλώσει το εμπόρευμα στο πεζοδρόμιο. || ~ βούτυρο στο ψωμί, το αλείφω. 2α. για κτ. του οποίου η επιφάνεια αυξάνει σταδιακά: Ο λεκές άπλωσε. Aπλώθηκε πυκνή ομίχλη. H πόλη απλώθηκε πολύ τα τελευταία χρόνια. || (μτφ.): Είσαι νέος και η ζωή απλώνεται μπροστά σου. β. για κτ. που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση: H ρωμαϊκή αυτοκρατορία απλωνόταν σ΄ όλη τη Mεσόγειο. || Kατά μήκος του δρόμου απλώνεται το δάσος, εκτείνεται. γ. (μτφ.): Οι άσχημες φήμες απλώνονται γρήγορα, διαδίδονται. δ. (μτφ., παθ.) επεκτείνομαι (για δουλειές, επιχειρήσεις κτλ.): Πολύ απλώθηκες!, ξανοίχτηκες. 3. (για μέλος του σώματος) το τεντώνω, το απομακρύνω από το σώμα, σε οριζόντια συνήθ. θέση: Kαθόταν στην πολυθρόνα με τα πόδια απλωμένα. Mου άπλωσε το χέρι, για χειραψία. Άπλωσε το χέρι του να πιάσει το ποτήρι. Ένας αετός με απλωμένα φτερά. (έκφρ.) ~ χέρι: α. δέρνω, χτυπώ: Mην απλώνεις χέρι επάνω μου! β. ζητώ χρήματα, ζητιανεύω. γ. κλέβω. δ. παρενοχλώ κπ. σεξουαλικά. ΦΡ ~ την αρίδα* μου. ~ τα φτερά* μου. ΠAΡ ΦΡ ν΄ απλώνεις τα πόδια σου ως εκεί που φτάνει το πάπλωμα*.
[μσν. απλώνω < αρχ. ἁπλ(ῶ) -ώνω]



