Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απλότητα
1 item total
απλότητα η [aplótita] Ο28 : η ιδιότητα του απλού. 1. η φυσικότητα και η έλλειψη επιτήδευσης στους τρόπους και στη συμπεριφορά. ANT εκζήτηση: Mιλούσε με ~ και χάρη. Ξεχώριζε για την ~ και τον αυθορμητισμό της. 2α. η απουσία του περιττού και του εξεζητημένου: Nτύνεται με ~. β. η ιδιότητα εκείνου που είναι εύκολο στην κατανόηση ή στη χρήση: Tο διήγημα έχει κάτι από την ~ των παραμυθιών στην υπόθεση και στο ύφος.

[λόγ. < αρχ. ἁπλότης, αιτ. -ητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go