Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλολογία
1 εγγραφή
απλολογία η [aplolojía] Ο25 : (γλωσσ.) γραμματικό φαινόμενο που παρατηρείται σε μια λέξη όταν αποβάλλει τη μία από τις δύο συνεχόμενες συλλαβές της που έχουν τα ίδια ή συγγενικά σύμφωνα, π.χ. αποφοιτητήριον > αποφοιτήριο.

[λόγ. < γαλλ. haplologie < haplo- = απλο- 2 + -logie = -λογία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες