Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλανής
1 εγγραφή
απλανής -ής -ές [aplanís] Ε10 : 1.που παραμένει προσηλωμένος σε ένα σημείο: Aπλανές βλέμμα. Aπλανή μάτια, που δεν έχουν έκφραση και ζωηράδα. 2. (αστρον.) απλανείς αστέρες, που φαινομενικά κρατούν σταθερή θέση στην ουράνια σφαίρα, σε αντίθεση με τους πλανήτες.

[λόγ. < αρχ. ἀπλανής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες