Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απεραντοσύνη
1 item total
απεραντοσύνη η [aperandosíni] Ο30α : η ιδιότητα του απέραντου1: H ~ του ουρανού / της θάλασσας. Aγνάντευαν τη γαλάζια ~ του πελάγου.

[λόγ. απέραντ(ος) -οσύνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go