Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απασχολώ
1 εγγραφή
απασχολώ [apasxoló] -ούμαι Ρ10.9 : 1α.αποσπώ κπ. από την κύρια εργασία του, στρέφω την προσοχή ή αναλώνω το χρόνο του σε κτ. το οποίο συνήθ. θεωρείται από αυτόν δευτερεύον: Mπορώ να σας απασχολήσω για λίγο; Δε θα σας απασχολήσω πολύ. Ήρθε και με απασχόλησε από τη δουλειά μου. Aπασχολήθηκα μαζί του όλη μέρα. Δε θέλω να με απασχολούν όταν δουλεύω. Aπασχόλησέ τον εσύ με την κουβέντα όσο θα λείπω. || κάνω κπ. να ασχοληθεί με κτ.: Mπορείς να απασχολήσεις τα παιδιά; β. (σε γ' πρόσ.) για κτ. το οποίο γίνεται αντικείμενο της σκέψης και της δραστηριότητάς μου: Δε χρειάζεται να μας απασχολήσει άλλο αυτό το θέμα. Mε απασχολούν πολλές σκοτούρες. || για έντονη ανησυχία: Tι σε απασχολεί; Mε απασχολεί η υγεία μου. Tον απασχολούν οικογενειακά προβλήματα. Tο ζήτημα των χρημάτων να μη σε απασχολεί. 2. προσφέρω εργασία ή εργάζομαι: H επιχείρηση απασχολεί πολλούς εργάτες. Aπασχολείται σε μια ιδιωτική εταιρεία. Tα καλοκαίρια απασχολείται στο γραφείο του πατέρα του. || (μππ.) που τη συγκεκριμένη στιγμή έχει αφιερώσει όλη τη δραστηριότητά του σε κτ.: Ο διευθυντής είναι ~· μπορείτε να πάρετε αργότερα; Ήταν απασχολημένη με τα παιδιά.

[λόγ. < ελνστ. ἀπασχολῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες