Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απαιτούμενος
1 item total
απαιτούμενος -η -ο [apetúmenos] Ε5 : που είναι ή θεωρείται τελείως απαραίτητος: Δεν έχει τα απαιτούμενα προσόντα / την απαιτούμενη υπομονή. || (ως ουσ.) τα απαιτούμενα, τα τελείως απαραίτητα, τα χρειαζούμενα, τα αναγκαία: Mου λείπουν τα απαιτούμενα.

[λόγ. μπε. του απαιτώ μτφρδ. γαλλ. requis]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go