Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απαιτούμενος -η -ο [apetúmenos] Ε5 : που είναι ή θεωρείται τελείως απαραίτητος: Δεν έχει τα απαιτούμενα προσόντα / την απαιτούμενη υπομονή. || (ως ουσ.) τα απαιτούμενα, τα τελείως απαραίτητα, τα χρειαζούμενα, τα αναγκαία: Mου λείπουν τα απαιτούμενα.
[λόγ. μπε. του απαιτώ μτφρδ. γαλλ. requis]