Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απίδι
2 εγγραφές [1 - 2]
απίδι το [apíδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) ο καρπός της απιδιάς· αχλάδι. ΦΡ (θα σου δείξω εγώ) πόσα απίδια βάζει / έχει ο σάκος*.

[μσν. απίδι(ν) < ελνστ. ἀπίδιον υποκορ. του αρχ. ἄπιον]

απιδιά η [apiδjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η αχλαδιά.

[μσν. απιδιά < απιδία, απιδέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < απίδ(ιν) -έα > -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες