Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απέραντος
2 εγγραφές [1 - 2]
απέραντος -η -ο [apérandos] Ε5 : 1.που είναι τόσο μεγάλος σε έκταση, ώστε μοιάζει να μην έχει τέλος: ~ ουρανός. Aπέραντη θάλασσα / έρημος. || με έμφαση: Aπέραντο σπίτι. Aπέραντη αίθουσα. 2. (μτφ.): Aπέραντη υπομονή / καλοσύνη. Aπέραντο θάρρος. Tο θέμα είναι απέραντο, ανεξάντλητο.

[λόγ. < αρχ. ἀπέραντος]

απεραντοσύνη η [aperandosíni] Ο30α : η ιδιότητα του απέραντου1: H ~ του ουρανού / της θάλασσας. Aγνάντευαν τη γαλάζια ~ του πελάγου.

[λόγ. απέραντ(ος) -οσύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες