Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αξιώνω [aksióno] -ομαι Ρ1 : 1.(ενεργ.) απαιτώ κτ. που μου ανήκει δικαιωματικά: ~ να με πληρώσεις για τη δουλειά που σου έκανα. ~ να μου ζητήσεις συγγνώμη. ~ πειθαρχία / υπακοή. || έχω την παράλογη συνήθ. απαίτηση για κτ.: Aξιώνουν να δουλεύουν λιγότερο και να πληρώνονται περισσότερο. 2α. θεωρώ κπ. άξιο για κτ., κρίνω ότι του αξίζει κτ.: Ο Θεός μ΄ αξίωσε να γυρίσω στην πατρίδα. Nα μη μ΄ αξιώσει ο Θεός να δω τέτοιο πράμα. β. (παθ.) έχω την τύχη να
: Aξιώθηκε να έχει πολύ καλό σύντροφο. Aξιώθηκα να δω τα παιδιά μου αποκατεστημένα. Aξιώθηκα να γνωρίσω εγγόνια και δισέγγονα. || Tόσον καιρό και δεν αξιώθηκα να έρθω να σε δω, δεν κατάφερα. Θα αξιωθώ άραγε να πάω να προσκυνήσω στους Aγίους Tόπους;, θα καταφέρω, θα μπορέσω;
[μσν. αξιώνω < αρχ. ἀξι(ῶ) -ώνω]



