Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αξιωματούχος
1 item total
αξιωματούχος ο [aksiomatúxos] Ο18 θηλ. αξιωματούχος [aksiomatúxos] Ο35 : αυτός που κατέχει κάποιο αξίωμα: Aνώτερος ~.

[λόγ. αξιωματ- (αξίωμα) + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go