Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αξιοποίηση
1 item total
αξιοποίηση η [aksiopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αξιοποιώ· η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που μου παρέχει κτ., έτσι ώστε να φτάσει στο υψηλότερο σημείο της απόδοσής του: H ~ των πλουτοπαραγωγικών πηγών μιας χώρας. H ~ των δασών / του ορυκτού πλούτου της χώρας. Ο ΕΟT προγραμματίζει την τουριστική ~ του νησιού. || H ~ του εργατικού / του επιστημονικού δυναμικού της χώρας.

[λόγ. αξιοποιη- (αξιοποιώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go