Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αξιολόγηση
1 item total
αξιολόγηση η [aksiolójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αξιολογώ· προσδιορισμός της αξίας, της σημασίας, της ποιότητας ενός πράγματος με καθορισμένα κριτήρια: ~ αναγκών / στοιχείων / ζημιών. Έγινε προσπάθεια αξιολόγησης των μνημείων. Mε βάση την ~ των μαθητών / των νέων δεδομένων.

[λόγ. αξιολογη- (αξιολογώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go