Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αξιολογικός
1 item total
αξιολογικός -ή -ό [aksiolojikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με την αξιολόγηση, που προϋποθέτει αξιολόγηση: Aξιολογικά κριτήρια. Aξιολογική κλίμακα. 2. που έχει σχέση με την αξιολογία: Aξιολογικές προτάσεις. αξιολογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. axiologique < axiolog(ie) = αξιολογ(ία) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go