Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αξίωση
1 item total
αξίωση η [aksíosi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αξιώνω. α. απαίτηση που βασίζεται σε κάποιο κεκτημένο δικαίωμα: Είμαι πελάτης σου και έχω την ~ να με περιποιηθείς. Nομική ~. Παράλογη ~. (λόγ. έκφρ.) εγείρω* αξιώσεις. β. παράλογη ή υπερβολική απαίτηση: Είχε την ~ να του γίνονται όλα τα χατίρια. Άνθρωπος με πολλές αξιώσεις / που έχει πολλές αξιώσεις, απαιτητικός. Δεν έχω την ~ να… Προβάλλει την αξίωση να… || Έχω αξιώσεις / με αξιώσεις, (με γεν.) θέλω να φαίνομαι ή να παρουσιάζομαι έτσι όπως δεν είμαι στην πραγματικότητα: Kομπογιαννίτης με αξιώσεις επιστήμονα. 2. στη γενική πληθυντικού ή στην έκφραση με αξιώσεις, για κτ. που έχει αξία, υψηλή ποιότητα και κατά συνέπεια φιλόδοξους στόχους: Επιστήμονας / βιβλίο με αξιώσεις. Σπανίζουν σήμερα οι ταινίες μεγάλων αξιώσεων.

[λόγ. < αρχ. ἀξίω(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go