Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αξέχαστος
1 item total
αξέχαστος -η -ο [akséxastos] Ε5 : που δεν μπορεί κανείς να τον ξεχάσει· αλησμόνητος. α. για πρόσωπο πολύ αγαπητό, που δε βρίσκεται πια κοντά μας, συνήθ. για νεκρό: Ο ~ φίλος. β. για κτ., συνήθ. ευχάριστο, που έχει χαραχτεί πολύ βαθιά στη μνήμη μας: Zήσαμε μαζί αξέχαστες στιγμές. Θα μου μείνει αξέχαστο εκείνο το ταξίδι. αξέχαστα ΕΠIΡΡ.

[α- 1 ξεχασ- (ξεχνώ) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go