Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιλόπη η [andilópi] Ο30α : ζώο των τροπικών χωρών που συγγενεύει με το ελάφι: Ρούχο από δέρμα αντιλόπης.
[λόγ. αντδ. < γαλλ. antilop(e) -η < μσνλατ. ant(h)alopus < μσν. ανθόλοψ `όν. μυθικού ζώου΄ ίσως από ανατολ. γλ. με παρετυμ. άνθο(ς) + -λοψ κατά το αρχ. πηνέλοψ `αγριόπαπια΄ και άλλα ονόματα ζώων και πουλιών σε -οψ: αρχ. δρύοψ `δρυοκολάπτης΄]