Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αντικατοπτρίζω
1 item total
αντικατοπτρίζω [andikatoptrízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.(σπάν.) καθρεφτίζω. β. (παθ.) δημιουργείται το είδωλό μου σε κάτοπτρο: Tα σύννεφα αντικατοπτρίζονται στη λίμνη. 2. (μτφ.) φανερώνω κτ. που δε φαίνεται όπως ακριβώς είναι: Tο βλέμμα του αντικατοπτρίζει τον ψυχικό του κόσμο.

[λόγ.: 1: αντι- κατοπτρίζω· 2: σημδ. γαλλ. refléter]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go