Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αντικαταβάλλω
1 item total
αντικαταβάλλω [andikataválo] -ομαι Ρ (βλ. καταβάλλω) : (λόγ.) καταβάλλω, πληρώνω ένα χρηματικό ποσό για ορισμένο αγαθό, υπηρεσία κτλ.

[λόγ. < ελνστ. ἀντικαταβάλλω `ξεπληρώνω΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go