Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αντζούγια
1 item total
αντζούγια η [andzúja] & αντζούγα η [andzúγa] Ο25α : γαύρος που διατηρείται και τρώγεται ως αλίπαστο.

[αντδ.: -γα: ιταλ. acciuga < υστλατ. *apiu(v)a < ελνστ. ἀφύη ( [ndz] από ιταλ. διαλεκτ. ancio-, angio-)· -για: μεταπλ. [ja] με βάση τον πληθ. αντζούγες και νέος εν. αντζούγια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go