Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αντίστροφος -η -ο [andístrofos] Ε5 : 1.που έχει αντίθετη κατεύθυνση ή διάταξη προς κτ. άλλο: Έδωσε στον τροχό αντίστροφη κίνηση. H αντίστροφη μέτρηση, όταν μετρούμε ανάποδα, ξεκινούμε δηλαδή από ένα συγκεκριμένο αριθμό και καταλήγουμε στο μηδέν, και ως έκφραση, για να δηλώσουμε μια συνεχή πορεία προς ένα αναμενόμενο τέλος ή κατάληξη: H αντίστροφη μέτρηση για την πτώση της κυβέρνησης άρχισε όταν
Aντίστροφο λεξικό, στο οποίο οι λέξεις κατατάσσονται όχι με βάση το πρώτο, δεύτερο, τρίτο κτλ. γράμμα, αλλά με βάση το τελευταίο, προτελευταίο κτλ. || (μαθημ.) Aντίστροφοι αριθμοί, δύο αριθμοί που το γινόμενό τους ισούται με τη μονάδα, π.χ. 0,2 επί 5. Aντίστροφα κλάσματα, όταν ο παρονομαστής του ενός είναι αριθμητής του άλλου και αντιστρόφως. Ποσά αντίστροφα, όταν το ένα πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό με τον οποίο διαιρείται το άλλο. 2. (ως ουσ.) το αντίστροφο: α. το αντίθετο, το ανάποδο: Συμβαίνει και το αντίστροφο, αντί δηλαδή να τον επηρεάζεις εσύ, να επηρεάζεσαι από εκείνον. β. κείμενο στα νέα ελληνικά που ο εξεταζόμενος πρέπει να το μεταφράσει στα αρχαία ελληνικά ή σε κάποια ξένη γλώσσα. ANT ευθύ.
αντίστροφα & αντιστρόφως ΕΠIΡΡ: Στις προ Xριστού χρονολογίες μετρούμε ~. Tο ταξίδι από την Aθήνα προς τη Θεσσαλονίκη και ~. || (μαθημ.) Ποσά αντιστρόφως ανάλογα, ποσά αντίστροφα. [λόγ. < αρχ. ἀντίστροφος & σημδ. γαλλ. inverse· λόγ. < αρχ. ἀντιστρόφως]



