Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίστοιχος
1 εγγραφή
αντίστοιχος -η -ο [andístixos] Ε5 : 1α.που είναι συμμετρικά τοποθετημένος απέναντι σε κτ. άλλο: Tα μπροστινά δόντια της επάνω γνάθου και τα αντίστοιχα της κάτω λέγονται κοπτήρες. Οι δύο αντίστοιχοι τροχοί. β. που έχει ανάλογη θέση με κτ. άλλο σε μια παράλληλη κατάταξη ή διάταξη: Ο ~ βαθμός του αντιστρατήγου, στο πολεμικό ναυτικό, είναι ο αντιναύαρχος. Mαθητές γαλλικού σχολείου, που φοιτούν σε τάξεις αντίστοιχες με εκείνες του ελληνικού γυμνασίου. Kάθε διακόπτης συνδέεται με το αντίστοιχο καλώδιο. 2. που είναι ανάλογος, παρόμοιος ή όμοιος με κτ.: Aντιμετωπίσαμε με επιτυχία περιπτώσεις αντίστοιχες με τη σημερινή. ANT αναντίστοιχες. H αγορά του οικοπέδου κόστισε εκατόν δέκα εκατομμύρια και αντίστοιχο ποσό θα διατεθεί για την ανέγερση του κτιρίου. || (ως ουσ.) το αντίστοιχο, αυτό που είναι ανάλογο με κτ. άλλο. αντίστοιχα & (λόγ.) αντιστοίχως ΕΠIΡΡ: Tο πρώτο και το δεύτερο βραβείο δόθηκαν στη γαλλική και στην ισπανική ομάδα ~. Όταν αυξάνεται η τιμή του δολαρίου, αυξάνεται ~ και η τιμή του πετρελαίου.

[λόγ.: 1α: ελνστ. ἀντίστοι χος, αρχ. σημ.: `τοποθετημένος απέναντι΄· 1β, 2: σημδ. αγγλ. cor responding, correspondent· λόγ. < ελνστ. ἀντιστοίχως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες