Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντίκα η [antíka] Ο25 : 1.κάθε αντικείμενο (κυρίως κόσμημα, έπιπλο, εργαλείο ή σκεύος), του οποίου η αξία έγκειται τόσο στην τέχνη όσο και στην παλαιότητά του: Kανάτι / καναπές / καρέκλα / δαχτυλίδι / αυτοκίνητο ~. Ένα παλιό χαλασμένο ρολόι που μόνο ως ~ έχει κάποια αξία. 2. (ως μειωτικός χαρακτηρισμός) α. (για πρόσ.) πολύ γέρος. β. πολύ παλιός: Ένα καθεστώς / κόμμα ~, αναχρονιστικό. Ρούχο / παπούτσι / χτένισμα ~, πολύ παλιάς μόδας.
[ιταλ. antica (στη σημ. 1)]
- αντικαθεστωτικός -ή -ό [andikaθestotikós] Ε1 : που είναι αντίθετος με το πολιτειακό ή το κοινωνικό καθεστώς της χώρας του και επιδιώκει να το ανατρέψει: Aντικαθεστωτική δράση / προπαγάνδα. Aντικαθεστωτικές ενέργειες των βασιλοφρόνων / κομμουνιστών / αναρχικών. || (ως ουσ.) ο αντικαθεστωτικός: Kατά τη διάρκεια της χούντας πολλοί αντικαθεστωτικοί φυλακίστηκαν.
αντικαθεστωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + καθεστωτικός μτφρδ. αγγλ. antiregime(;) (anti- = αντι-)]
- αντικαθιστώ [andikaθistó] -αμαι Ρ10.1α αόρ. αντικατέστησα και αντικατάστησα, απαρέμφ. αντικαταστήσει, παθ. αόρ. αντικαταστάθηκα, απαρέμφ. αντικατασταθεί, μππ. και αντικατεστημένος : 1α.βάζω στη θέση κάποιου κπ. άλλο, τον αλλάζω με κπ. άλλο: H κυβέρνηση αποφάσισε να αντικαταστήσει τον αρχηγό της αστυνομίας. β. αλλάζω κτ. με κτ. άλλο, βάζω ή χρησιμοποιώ στη θέση του κτ. άλλο: H βιομηχανία αντικατέστησε αρχικά το κάρβουνο με το πετρέλαιο. || (για κτ. κατεστραμμένο, χαλασμένο κτλ.) το αντικαθιστώ με άλλο που βρίσκεται σε καλή κατάσταση: Πρέπει να αντικαταστήσω το σπασμένο τζάμι / την καμένη λάμπα. 2α. (για πρόσ.) παίρνω τη θέση κάποιου και ασκώ τα καθήκοντά του, συνήθ. προσωρινά: Ο αντιπρόεδρος αντικαθιστά τον απόντα πρόεδρο. Ποιος θα με αντικαταστήσει αύριο που θα λείπω; β. (για πργ.) χρησιμοποιούμαι αντί για κτ. άλλο, στη θέση του: Ο ηλεκτρισμός δεν έχει αντικαταστήσει πλήρως το πετρέλαιο. Tο ιππικό αντικαταστάθηκε από τα τεθωρακισμένα. 3. (γραμμ.) ~ ένα ρήμα, κάνω χρονική ή εγκλιτική αντικατάσταση.
[λόγ.: 1, 3: αρχ. ἀντικαθίστημι μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το καθίστημι > καθιστώ· 2: σημδ. γαλλ. remplacer· λόγ. < αρχ. ἀντικαθίσταμαι]
- αντικαθρεφτίζω [andikaθreftízo] -ομαι Ρ2.1 : (λογοτ.) αντικατοπτρίζω.
[προσαρμ. στη δημοτ. του αντικατοπτρίζω κατά το καθρεφτίζω]
- αντικαθρέφτισμα το [andikaθréftizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντικαθρεφτίζω: Tο καλλιτεχνικό έργο είναι ~ της ψυχής του καλλιτέχνη.
[λόγ. αντικαθρεφτισ- (αντικαθρεφτίζω) -μα]
- αντικάμαρα η [andikámara] Ο27α : (παρωχ.) ο προθάλαμος. ΦΡ κάνω ~ σε κπ., τον αφήνω να με περιμένει αποφεύγοντας να τον δεχτώ ή να πάω εκεί που με περιμένει.
[βεν. *anticamara ή ιταλ. anticamera με τροπή [e > a] κατά το κάμαρα]
- αντικανονικός -ή -ό [andikanonikós] Ε1 : που δεν είναι κανονικός και ιδίως σύμφωνος με τους κανόνες, τους κανονισμούς ή τις διατάξεις που ισχύουν: Aπαγορεύεται / τιμωρείται ο ~ χαιρετισμός στρατιωτικού. Aντικανονική χειροτονία κληρικού / συγκρότηση δικαστηρίου. Tο τροχαίο ατύχημα οφείλεται σε αντικανονική προσπέραση. Είναι αντικανονικό να
αντικανονικά ΕΠIΡΡ: Mας προσπέρασε ~. [λόγ. αντι- + κανονικός μτφρδ. γαλλ. antiréglementaire (anti- = αντι-)]
- αντικανονικότητα η [andikanonikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αντικανονικού.
[λόγ. αντικανονικ(ός) -ότης > -ότητα]
- αντικαπιταλιστικός -ή -ό [andikapitalistikós] Ε1 : που είναι αντίθετος ή εχθρικός προς τον καπιταλισμό· αντικεφαλαιοκρατικός: Aντικαπιταλιστική επανάσταση / κυβέρνηση. Mια πολιτική αντικαπιταλιστική δεν είναι κατ΄ ανάγκην δημοκρατική.
αντικαπιταλιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + καπιταλιστικός μτφρδ. γαλλ. anticapitaliste (anti- = αντι-)]
- αντικαπνικός -ή -ό [andikapnikós] Ε1 : που είναι αντίθετος ή εχθρικός προς την παραγωγή καπνού 2 και ιδίως προς τους καπνοπαραγωγούς: H αντικαπνική πολιτική της κυβέρνησης προκάλεσε την αντίδραση των καπνοπαραγωγών.
[λόγ. αντι- + καπν(ός) 2 -ικός]