Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίδωρο
1 εγγραφή
αντίδωρο το [andíδoro] Ο41 : 1.μικρό κομμάτι από πρόσφορο, το οποίο ο παπάς μοιράζει στο εκκλησίασμα μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας: Πήρε το ~ και φίλησε το χέρι του παπά. Δεν πήρε ~, γιατί είχε φάει το πρωί. || (με σχήμα υπερβολής): Δεν έβαλα ούτε ~ στο στόμα μου, δεν έφαγα τίποτα. 2. (λογοτ.) δώρο που δίνει κάποιος ως ανταπόδοση για το δώρο που του έχουν δώσει: M΄ αρέσει με ~ το δώρο να πληρώνω. (γνωμ.) το δώρο* θέλει ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀντίδωρον, αρχ. σημ.: `δώρο για ανταμοιβή΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες