Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αντάμα
1 item total
αντάμα [andáma] επίρρ. : (λαϊκότρ.) μαζί: ~ τρων και πίνουνε, ~ πολεμάνε. || Όλοι ~ ίσαμε δέκα. ΠAΡ Όλοι ~ κι ο ψωριάρης χώρια*.

[μσν. αντάμα < εντάμα με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] < ελνστ. φρ. ἐν τῷ ἅμα με αποφυγή της χασμ. (αρχ. ἅμα `αμέσως, μαζί΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go