Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανοιχτήρι
1 item total
ανοιχτήρι το [anixtíri] Ο44 : γενική ονομασία για μικρά εργαλεία του χεριού που τα χρησιμοποιούμε για να ανοίγουμε κονσέρβες, μπουκάλια κτλ.

[μσν. ανοικτήριον με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ανοικ- (ανοίγω) -τήριον > -τήρι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go