Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ανοικοδομώ [anikoδomó] -ούμαι Ρ10.9 : α.οικοδομώ, χτίζω κτ. πάλι από την αρχή: Tο μεγαλύτερο τμήμα της πόλης ανοικοδομήθηκε μέσα σε λίγους μήνες μετά το σεισμό. β. οικοδομώ.
[λόγ. < αρχ. ἀνοικοδομῶ]



