Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ανθύπατος ο [anθípatos] Ο20α : (ιστ.) 1. Ρωμαίος άρχοντας, διοικητής επαρχίας με δικαιοδοσίες υπάτου. 2. τιμητικός τίτλος ανώτατων υπαλλήλων της κρατικής διοίκησης στο Bυζάντιο.
[λόγ. < ελνστ. ἀνθύπατος μτφρδ. (ελνστ.) λατ. proconsul]



