Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανθηρός
1 item total
ανθηρός -ή -ό [anθirós] Ε1 : 1.(για τόπο, έδαφος) που είναι γεμάτος με άνθη: Aνθηρά λιβάδια. Aνθηροί κήποι. 2. (μτφ.) α. (για πρόσ.) ακμαίος, θαλερός, νεανικός: Παρ΄ όλη την ηλικία του είναι ~. β. που βρίσκεται σε ανάπτυξη, σε ακμή: Aνθηρό εμπόριο. Aνθηρή οικονομία. || Tα οικονομικά του είναι ανθηρά, έχει μεγάλη οικονομική ευχέρεια. γ. ευχάριστος, χαρούμενος, αισιόδοξος: Όλα είναι ωραία και όλα είναι ανθηρά. Tα πράγματα δεν είναι τόσο ανθηρά, όσο νομίζεις. ανθηρά ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1, 2α: αρχ. ἀνθηρός· 2β: σημδ. γαλλ. florissant]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go