Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ανεφοδιάζω [anefoδiázo] -ομαι Ρ2.1 : ανανεώνω την παροχή εφοδίων: ~ το στράτευμα / την αγορά. Tο αεροπλάνο ανεφοδιάστηκε με καύσιμα και συνέχισε την πτήση του για Nέα Yόρκη.
[λόγ. αν(α)- εφοδιάζω μτφρδ. γαλλ. approvi sionner]



